- ἀδημοκράτητος
- ἀ-δημο-κράτητος, nicht demokratisch
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδημοκράτητος — η, ο (Α ἀδημοκράτητος, ον) [δημοκρατῶ] αυτός που δεν έχει δημοκρατικό πολίτευμα, που δεν κυβερνιέται δημοκρατικά … Dictionary of Greek
ἀδημοκράτητα — ἀδημοκράτητος not democratic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)